Πολιτική

Γεραπετρίτης: Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να έχει δομικό και λειτουργικό χαρακτήρα

«Το κρίσιμο είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν απαιτείται η οποιαδήποτε αναθεώρηση ούτε να είναι σαρωτική, ούτε να είναι μηδενιστική. Και από την άλλη πλευρά να μην αισθάνεται υποχρεωμένη η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να φέρνει κάθε φορά μία αναθεώρηση», σημείωσε και πρόσθεσε:

«Το κρίσιμο, κατά την άποψή μου, είναι η αναθεώρηση να έχει έναν χαρακτήρα, ο οποίος να είναι δομικός και λειτουργικός, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να ακολουθείται μία περισσότερο ορθολογική αναθεωρητική διαδικασία. Δηλαδή να γίνεται διάγνωση των προβλημάτων που έχουν ενσκήψει συν τω χρόνω στην ερμηνεία ή την εφαρμογή του Συντάγματος. Και επί τη βάσει αυτού να έρθουμε να διαγνώσουμε με νηφάλιο συνταγματικό και πολιτικό λόγο, για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε τον συνταγματικό μας χάρτη.

Για παράδειγμα, νομίζω κανείς δεν αμφιβάλλει σήμερα ότι έχουν διαγνωστεί πλημμέλειες, οι οποίες, είτε λόγω της σύνθετης μηχανικής της αναθεωρητικής διαδικασίας, είτε για λόγους που έχουν να κάνουν με την πολιτική συνέχεια, δεν κατέστησαν δυνατή την αναθεώρηση προς την κατεύθυνση αυτή. Νομίζω σήμερα είναι αναγκαίο να έχουμε μια κυβέρνηση με μεγαλύτερη λογοδοσία. Είναι αναγκαίο να έχουμε μια Βουλή, η οποία θα είναι πιο διεκδικητική, που θα εμπιστεύεται περισσότερο τις μειοψηφίες, έτσι ώστε να υπάρχει ισορροπία στο πολίτευμα. Χρειαζόμαστε μία Δικαιοσύνη, η οποία θα είναι πιο ανεξάρτητη. Και γι’ αυτό το λόγο νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε έμφαση. Και χρειαζόμαστε και μια Διοίκηση, η οποία θα είναι περισσότερο κοντά στον πολίτη και πιο αξιοκρατική».

Οι Ανεξάρτητες Αρχές

Σε ότι αφορά τις Ανεξάρτητες Αρχές ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε:

«Θέλω να κάνω μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις για το θέμα των Ανεξάρτητων Αρχών για να έχουμε μια κοινή βάση συζήτησης. Το πρώτο είναι ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές έχουν από την κοσμοθεωρητική τους βάση μια υβριδική μορφή. Και τούτο, διότι έχουν ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, ενόσω από την άλλη πλευρά, έχουν ένα περιορισμένο επίπεδο λογοδοσίας. Αυτό από μόνο του είναι μια θεσμική παρέκκλιση από τη συμβατική έννοια της διάκρισης των λειτουργιών και για τον λόγο αυτό πάντοτε τηρούμε μία επιφύλαξη. Ποια είναι η επιφύλαξη; Ότι δεν μπορούμε να αφαιρούμε ύλη από την κρατική εξουσία, τη λογοδοτούσα εξουσία, μέσα σε ένα πλαίσιο οργάνωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος και διαρκώς να αποψιλώνουμε την αρμοδιότητα αυτή και να τη μεταφέρουμε σε Ανεξάρτητες Αρχές. Αυτό είναι μία οριακή παθολογία του πολιτεύματος.

Δεύτερον, έχουμε πέντε συνταγματικές Αρχές, αλλά οι Αρχές οι Ανεξάρτητες, οι οποίες απολαύουν μεγαλύτερης ισχύος της κοινής νομοθεσίας, υπερνομοθετικής δηλαδή ισχύος, είναι πολύ περισσότερες. Διότι υπάρχουν και Ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες έχουν έρεισμα στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατά το ενωσιακό δίκαιο, έχουν υπερσυνταγματική ισχύ. Άρα, μιλάμε για μία πολλαπλή διαβάθμιση των Ανεξάρτητων Αρχών, δημιουργώντας ένα μικρό δαίδαλο.

Τρίτον, πάντοτε πρέπει να αναζητούμε μια λειτουργική τομή σε ό,τι αφορά τις Ανεξάρτητες Αρχές. Και η λειτουργική τομή θα πρέπει να αναζητείται στη βάση της αρχής, κατά τη γνώμη μου, της αναγκαιότητας. Δεν θα πρέπει να μεγιστοποιούμε τον αριθμό των Ανεξάρτητων Αρχών. Θα πρέπει οι Ανεξάρτητες Αρχές να λειτουργούν μόνο εκεί, όπου κρίνει η Πολιτεία ότι είναι απολύτως αναγκαίο να αποδίδονται εγγυήσεις οργανικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, έτσι ώστε το κράτος να μην αυθαιρετεί. Παραδοσιακά αυτό είναι το πεδίο της ρύθμισης – φαντάζομαι θα μιλήσει ο εξ ημών ειδικός, κ. Δελής, αργότερα γι’ αυτό -, αλλά είναι και οι εγγυήσεις δικαιωμάτων.

Εγώ θέλω να σας πω – για να είμαι έντιμος απέναντι και στην επιστημονική μου ακεραιότητα – ότι τηρώ επιφυλάξεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές. Δεν θα ήθελα να έχουμε ένα Σύνταγμα Ανεξάρτητων Αρχών. Θα ήθελα να έχουμε ένα Σύνταγμα, το οποίο να διασφαλίζει σύμμετρα τη λογοδοσία και την ανεξαρτησία, όπου δει.

Πράγματι, να παρέμβουμε, εκεί όπου έχουμε διαπιστώσει ατέλειες. Παραδείγματος χάριν, με την αναθεώρηση του 2019 διορθώθηκε, εν μέρει, το ζήτημα της αδυναμίας σχηματισμού, συγκρότησης των Ανεξάρτητων Αρχών, επειδή απαιτείται η ειδική αυξημένη πλειοψηφία και καλύφθηκε το ενδιάμεσο κενό. Πλην όμως δεν είναι μόνο αυτό το ζήτημα. Παραμένει η λειτουργία, η συγκρότηση των Ανεξάρτητων Αρχών να είναι ένα ζήτημα πολύ υψηλής διακύβευσης. Και τούτο, διότι η αυξημένη πλειοψηφία που απαιτεί το άρθρο 101Α του Συντάγματος, ενόσω, κατά τη λογική του, θέλει να υπάρχουν συνθέσεις για να επιλέγονται πρόσωπα, τα οποία να είναι άξια και ικανά, στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε δευτερογενείς πολιτικές συναιρέσεις, όπου υπάρχει κατανομή θέσεων ή δευτερογενή ανταλλάγματα, ενίοτε, κατά την ιστορία την πολιτική. Άρα, νομίζω ότι πρέπει να ξαναδούμε το ζήτημα των Ανεξάρτητων Αρχών.

Να δούμε αν πέτυχε το μοντέλο των Ανεξαρτήτων Αρχών. Οι πέντε συνταγματικές Ανεξάρτητες Αρχές είναι νομίζω, ένα ζήτημα κατά πόσον έχουν πετύχει στη λογική πάνω στην οποία χτίστηκαν και να δούμε και τα οριζόντια ζητήματα τους. Να θυμόμαστε πάντοτε ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι διοικητικές δομές, κατά τη λειτουργία τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, με τον ένα, με τον άλλο τρόπο ασκούν διοίκηση ή ελέγχουν τη Διοίκηση, αλλά δεν παύουν να είναι μέσα στην οργανωμένη Πολιτεία. Απαιτείται μια λογική επαναθεώρηση, η οποία αν κριθεί σκόπιμο, θα πρέπει να οδηγήσει και σε μία λειτουργική αναθεώρηση».

«Χρειάζεται αναθεώρηση το άρθρο 86 περί ευθύνης Υπουργών αλλά με περισυλλογή»

Για το το άρθρο 86 περί ευθύνης Υπουργών και αν χρειάζεται τροποποποίηση ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε πως το ζήτημα έχει τρεις διαστάσεις:

«Διάσταση πρώτη. Αυτή η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της τρέχουσας Προανακριτικής, αν ήταν συμβατή με το Σύνταγμα, όπου εκεί υπάρχουν περισσότερες απόψεις. Το δεύτερο είναι αν υπάρχει κίνδυνος να έχει παραγραφεί ή αποσβεστεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Και το τρίτο θέμα που έχει να κάνει με καθ’ εαυτή την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Σε ό,τι αφορά την τηρούμενη διαδικασία εγώ θέλω να πω ότι σέβομαι και τις δύο απόψεις που έχουν διατυπωθεί. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι υπάρχει και μια διάσταση, την οποία οφείλουμε να μην αγνοούμε. Και η διάσταση αυτή είναι ότι στην πράξη η Επιτροπή για την Προκαταρκτική, η οποία γίνεται από τη Βουλή, είναι μια διαδικασία η οποία ιστορικώς έχει αποτύχει. Και οι εφτά, νομίζω, προανακριτικές επιτροπές έχουν αποτύχει. Και τούτο διότι τρέπεται μια διαδικασία – που οφείλει να έχει μια σχετική αυστηρότητα – σε μια αμιγώς πολιτική διαδικασία. Και αν μπορούμε να αποδώσουμε μια μομφή στην πλειοψηφία για το γεγονός ότι θέλει να προστατεύσει, ενδεχομένως, ή αντιστρόφως να καταδικάσει τον πολιτικό αντίπαλο, νομίζω στην παρούσα περίπτωση το πιο εύκολο να πει κανείς είναι ότι υπάρχει μια κατάφωρη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, όταν βλέπουμε από ορισμένες πλευρές του Κοινοβουλίου να έχουν προδικάσει το αποτέλεσμα πριν καν ξεκινήσει η προανακριτική, ότι θα γίνει προανακριτική για να παραπεμφθεί ο προς παραπομπή. Άρα οι εξ ημών νομικοί καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό.

Ζήτημα δεύτερον. Η άποψή μου είναι προφανώς ότι δεν έχει αποσβεστεί το αδίκημα και δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει δικαστήριο, το οποίο θα θεωρήσει ότι έχει αποσβεστεί. Με την αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε η αποσβεστική προθεσμία, έτσι ώστε να μην τίθεται σήμερα ζήτημα κατά πόσον μπορεί να έχει το αδίκημα αποσβεστεί. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στο Σύνταγμα, όπου καταργήθηκε διάταξη, παρέμεινε ο εφαρμοστικός νόμος εν ισχύ, αντίθετα με το Σύνταγμα, χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί. Μπορώ να σας πω πολλά τέτοια παραδείγματα. Άρα, κατά την άποψή μου, κανένα ζήτημα απόσβεσης της προθεσμίας προς άσκηση, άρα της παραγραφής.

Και τρίτο, αν χρειάζεται αναθεώρηση του 86. Ναι, χρειάζεται αναθεώρηση το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη, χρειάζεται εκσυγχρονισμός, αλλά και πάλι με περισυλλογή. Να αντιλαμβανόμαστε ότι η ratio δεν είναι η προστασία των πολιτικών προσώπων, αλλά είναι η κατάχρηση της προσβολής των πολιτικών προσώπων, το οποίο θα οδηγούσε σε εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα και θα είχε κίνδυνο εν τέλει να μη λαμβάνονται λειτουργικές αποφάσεις σε ένα πολίτευμα.

«Θα έλεγα ότι είναι σημαντικό να μην αντιλαμβανόμαστε το Σύνταγμα ως πανάκεια, αλλά ούτε και ως άλλοθι για την αποτυχία των δημοσίων πολιτικών και του πολιτικού συστήματος».

Related Articles

Back to top button