Γιατί λιγόστεψαν τα περίπτερα σε ελληνικούς δρόμους και πλατείες

Στην αρχή ήταν η περίοδος της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, όταν πολλά περίπτερα κατέβασαν ρολά, ακολούθησε ο περιορισμός των μετακινήσεων λόγω Covid-19 και στη συνέχεια ήρθε να προστεθεί και ο ανταγωνισμός λόγω της ανάπτυξης της υπόλοιπης αγοράς μικρής λιανικής, καταστημάτων δηλαδή που καλύπτουν παρόμοιες ανάγκες των καταναλωτών.
Μέσα σε μία 15ετία, από το 2010, όταν τα περίπτερα στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας έφταναν τις 11.000 περίπου, σήμερα, υπολογίζεται πως έχουν μείνει λιγότερα από τα μισά. «Περίπου 4.700 σε όλη την Ελλάδα, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία» σημειώνει στο CNN Greece, o πρόεδρος της Πανελληνίας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων, κ. Θεόδωρος Μάλλιος.
Αποτελώντας σημεία αναφοράς της κάθε γειτονιάς, με ιστορία ταυτισμένη με τη καθημερινότητα των Ελλήνων εδώ και δεκαετίες, τα περίπτερα και οι επαγγελματίες του κλάδου, «παραμένουμε ακόμα συμπαθείς», λέει ο κ. Μάλλιος. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα συνοικιακά και «παραδοσιακά» καταστήματα γειτονιάς, δημιουργείται μία προσωπική, καθημερινή, σχέση του επαγγελματία με τον πελάτη. Αυτό, ωστόσο, από μόνο του δεν αρκεί. Προτεραιότητα πλέον για τους καταναλωτές είναι η ανταγωνιστικότητα των τιμών αλλά και η ευκολία και ταχύτητα στις αγορές τους, στα οποία συμβάλλει η ανάπτυξη της τεχνολογίας, όπως εξηγεί κι ο κ. Μάλλιος.
Έτσι, τα καταστήματα «ευκολίας» (convenience stores), στην πιο σύγχρονη τους… εκδοχή – διαφορετική από εκείνη των παραδοσιακών περιπτέρων ή των ψιλικατζίδικων του παρελθόντος- κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την «πίτα» του τζίρο της γειτονιάς. Ο οποίος, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης της ICAP CRIF, το 2023 ξεπερνούσε συνολικά (περίπτερα, ψιλικατζίδικα, μίνι μάρκετ, παντοπωλεία) τα 5 δισ. ευρώ. Με δεδομένη ωστόσο την ανάπτυξη των τελευταίων ετών, σήμερα υπολογίζεται αρκετά παραπάνω. Στη συγκεκριμένη αγορά, της μικρής λιανικής δηλαδή, καταγράφονται άλλωστε σημαντικές επενδύσεις τόσο από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ – κυρίως μέσω franchise – όσο και από μεγάλους παίκτες του λιανεμπορίου ευρύτερα.
Πέραν του διευρυμένου ωραρίου τους – ορισμένα λειτουργούν ακόμη και σε 24ωρη βάση, 7 μέρες την εβδομάδα – τα συγκεκριμένα καταστήματα διαθέτουν ακόμη ένα «πλεονέκτημα» σε σχέση με τα παραδοσιακά περίπτερα: τη δυνατότητα του delivery και της online παραγγελίας. Μία τάση που πλέον, ειδικά μετά την περίοδο της πανδημίας, φαίνεται να έχει καθιερωθεί στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών και επηρεάζει τις επιλογές τους. Επιπλέον, προσφέρουν πολύ μεγάλο εύρος προϊόντων ή ακόμη και υπηρεσιών πχ. καφέ, έτοιμα και ημιέτοιμα γεύματα, καλύπτοντας έτσι ταυτόχρονα διαφορετικές ανάγκες, με μία επίσκεψη.
Πάντως, η «άνθιση» των υπόλοιπων καταστημάτων μικρής λιανικής, ήρθε στην πραγματικότητα να προστεθεί σε μία σειρά από παράγοντες που προϋπήρχαν και είχαν ήδη αρχίσει να οδηγούν στη συρρίκνωση του κλάδου των περιπτέρων.
Σύμφωνα με τον κ. Μάλλιο, κατά την περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, καθοριστικό ρόλο έπαιξε από τη μία πλευρά, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και από την αλλαγή, οι αλλαγές στη νομοθεσία, το καθεστώς λειτουργίας και αδειοδότησης των περιπτέρων, εν μέσω Μνημονίων. Επαγγελματίες ή ακόμη και σημεία που «άντεξαν» τη συγκεκριμένη περίοδο, έπρεπε λίγα χρόνια αργότερα να προσαρμοστούν και στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, αυτή τη φορά λόγω πανδημίας. Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις, έφεραν και την μείωση στην αγοραστική κίνηση, σε περιοχές οι οποίες ξαφνικά έπαψαν να είναι πολυσύχναστες.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα και την εμφάνιση των πρώτων περιπτέρων, τα οποία αποτελούν άλλωστε ελληνική πρωτοτυπία, μέχρι σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει και θα συνεχίζουν να αλλάζουν και τις επόμενες δεκαετίες. Τα περίπτερα, ωστόσο, δεν κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τους ελληνικούς δρόμος, όπως εκτιμά και ο ίδιος ο κ. Μάλλιος. «Υπάρχουν πολλά σημεία, όπου οι χώροι δεν επαρκούν για την ανάπτυξη άλλου τύπου καταστημάτων. Τα περίπτερα θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμη και αν ο αριθμός τους μειωθεί κι άλλο».