Δασμοί Τραμπ: Φόβοι για «μαύρη Δευτέρα» στη Wall Street – Καθησυχάζει η κυβέρνηση για ύφεση στις ΗΠΑ

Ο Αμερικανός πρόεδρος επιμένει ότι το μέτρο θα φέρει την αναγέννηση της οικονομίας της χώρας του, την ώρα που η εμπορική του πολιτική ταράζει τις παγκόσμιες αγορές
και φέρνει σε απόγνωση πέρα από τους επενδυτές, δύο κατηγορίες Αμερικανών πολιτών: Αυτούς που τα προηγούμενα χρόνια «έκλεισαν» τις αποταμιεύσεις τους σε μακροχρόνια τραπεζικά προγράμματα και αυτούς που βγήκαν ή οδεύουν στη σύνταξη.
Πάντως, την Κυριακή και λίγο πριν ανοίξουν εκ νέου οι αγορές υπό τον φόβο μιας νέας «Μαύρης Δευτέρας», αξιωματούχοι του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης έσπευσαν να καθησυχάσουν τον κόσμο: «Δεν ανησυχούμε για τη βουτιά του χρηματιστηρίου, ούτε το ιππικό έρχεται να σας σώσει από τους δασμούς».
Μπορεί οι επενδυτές να έχασαν περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια την Πέμπτη και την Παρασκευή, όμως, ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, υποβάθμισε τις ανησυχίες για απώλειες στο χρηματιστήριο: «Οι αγορές είναι βιολογικά ζώα και ποτέ δεν ξέρεις ποια θα είναι η αντίδρασή τους».
«Εντυπωσιακή η υποδομή της αγοράς»
Και συνέχισε: «Ένα πράγμα που μπορώ να σας πω, ως υπουργός Οικονομικών, είναι ότι με εντυπωσίασε πολύ η υποδομή της αγοράς, ότι είχαμε όγκο ρεκόρ την Παρασκευή», είπε ο Μπέσεντ στο «Meet the Press» του NBC την Κυριακή, αναφερόμενος στον αριθμό ρεκόρ των συνολικών μετοχών που διακινήθηκαν.
Πιεζόμενος να απαντήσει στο εάν οι Αμερικανοί θα αντιμετωπίσουν ύφεση λόγω των δασμών, ο Μπέσεντ απέρριψε αυτή την εκδοχή: «Δεν χρειάζεται να υπάρξει ύφεση. Ποιος ξέρει πώς θα αντιδράσει η αγορά σε μια μέρα ή σε μια εβδομάδα. Αυτό που εξετάζουμε είναι η οικοδόμηση των μακροπρόθεσμων οικονομικών θεμελιωδών στοιχείων για την ευημερία που νομίζω ότι η προηγούμενη κυβέρνηση μας είχε βάλει σε πορεία προς την οικονομική καταστροφή».
Παράλληλα, ο κορυφαίος σύμβουλος του Τραμπ για θέματα εμπορίου, Πίτερ Ναβάρο, προέτρεψε τους επενδυτές «να μην πανικοβληθούν»: «Οι αμερικανοί επενδυτές να καθίσουν σφιχτά και να μην πανικοβληθούν μετά την άνοδο των αγορών λόγω των δασμολογικών πολιτικών του προέδρου Τραμπ».
Μάλιστα, προέβλεψε μια ενδεχόμενη ανάκαμψη ευρείας βάσης: «Πρώτος κανόνας, ιδιαίτερα για τους μικρότερους επενδυτές εκεί έξω: Δεν μπορείς να χάσεις χρήματα αν δεν πουλήσεις. Και αυτή τη στιγμή η έξυπνη στρατηγική είναι να μην πανικοβληθείς, απλά μείνε μέσα», είπε ο Ναβάρο, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του συνέντευξης στο «Sunday Morning Futures» του Fox News.
«Οι πολιτικές Τραμπ θα φέρουν τη μεγαλύτερη έκρηξη στο χρηματιστήριο που έχουμε δει ποτέ», κατέληξε.
Όσο για το εάν πρόκειται να υπάρξει οποιαδήποτε ελάφρυνση της τελευταίας στιγμής στους δασμούς Τραμπ, που πρόκειται να επιβληθούν, ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ, ήταν απόλυτος: «Οι δασμοί έρχονται, το ανακοίνωσε ο πρόεδρος και δεν αστειευόταν. Φυσικά και έρχονται», δήλωσε στην εκπομπή «Face the Nation» του CBS.
«Όταν οι ΗΠΑ φτερνίζονται, ο υπόλοιπος κόσμος… παγώνει»
Από την άλλη, κορυφαίοι οικονομολόγοι στέκονται στις τεράστιες απώλειες που κατέγραψαν οι αγορές τις προηγούμενες ημέρες χρησιμοποιώντας μια αμερικανική έκφραση που λέει ότι: «Όταν η Αμερική φτερνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος… παγώνει», και όπως τόνισε στο CNNi ο Πολ Ντόνοβαν, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS Global Wealth Management αναφερόμενος στην παροιμία: «Αυτή τη φορά, οι ΗΠΑ δεν φτερνίζονται, οι ΗΠΑ κόβουν ένα από τα μέλη τους».
Στην αρχή του έτους, η αμερικανική οικονομία ήταν «σε πολύ καλή κατάσταση», σημείωσε. Τώρα, «αν αυτοί οι δασμοί συνεχίσουν ως έχουν, πιθανότατα θα πέσει σε ύφεση». Και αυτό, προσθέτει ότι πιθανότατα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις οικονομίες σε όλο τον κόσμο.
«Οι πιθανότητες ύφεσης αυξήθηκαν έως 60%»
Εάν ο Τραμπ διατηρήσει τους δασμούς που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη (2/4), η ύφεση είναι μια πιθανή έκβαση τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τον κόσμο φέτος, προειδοποιεί με τη σειρά της η JP Morgan.
Συγκεκριμένα η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα δίνει πλέον πιθανότητες 60% να διολισθήσει σε ύφεση η παγκόσμια οικονομία ως αποτέλεσμα της «Ημέρα Απελευθέρωσης» που διακήρυξε ο Τραμπ.
Οι αναλυτές της επενδυτικής τράπεζας αναφέρουν ότι εάν διατηρηθούν οι πολιτικές Τραμπ «πιθανότατα θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ και ενδεχομένως την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση το τρέχον έτος».
Σε σημείωμά του προς τους πελάτες της επενδυτικής τράπεζας, το οποίο σύμφωνα με τον Bloomberg τιτλοφορείται «Θα χυθεί αίμα», ο επικεφαλής οικονομολόγος της JP Morgan, Μπρους Κάσμαν, αναφέρει ότι λόγω των δασμών Τραμπ οι πιθανότητες ύφεσης αυξήθηκαν κατά 20% – στο 60% από 40% προηγουμένως.
Χαρακτήρισε επίσης τους δασμούς το μεγαλύτερο φορολογικό χαράτσι για τα αμερικανικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ από το 1968.
Οι επιπτώσεις στα αμερικανικά νοικοκυριά
Σύμφωνα πάντα με την JP Morgan οι δασμοί θα προκαλέσουν άνοδο των τιμών και στην Αμερική, επιφέροντας αύξηση κοντά στο 2% στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το 2025.
«Η σωρευτική αύξηση των δασμών φέτος θα πρέπει να θεωρηθεί ως αύξηση των φόρων των ΗΠΑ κατά περίπου 660 δισεκατομμύρια δολάρια», ανέφεραν ακόμη οι αναλυτές της JPMorgan, σημειώνοντας ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη φορολογική αύξηση των τελευταίων δεκαετιών μακράν.
«Ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό θα είναι ουσιαστικός» σημείωσαν.
Το συνολικό οικονομικό σοκ από τους δασμούς του Τραμπ θα επιδεινωθεί από τυχόν αντίποινα που επιβάλλουν οι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής σε αμερικανικά προϊόντα, έγραψαν. Ήδη η Ε.Ε. – η μεγαλύτερη ενιαία αγορά για τις εξαγωγές αγαθών των ΗΠΑ – είπε ότι ετοίμαζε αντίμετρα.
Ωστόσο, τυχόν νέοι φόροι εισαγωγών είναι πιθανό να επιβραδύνουν την οικονομία των ΗΠΑ, δήλωσε ο Ντόνοβαν στην UBS. Οικονομολόγοι της Deutsche Bank ομοίως σημείωσαν «σημαντική αύξηση του κινδύνου ύφεσης στις ΗΠΑ».
Τι γίνεται με όλους τους άλλους;
Μια ύφεση ή η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ θα αναγκάσει τους ισχυρούς Αμερικανούς καταναλωτές να περιορίσουν στις δαπάνες, γεγονός που με τη σειρά του θα μείωνε τη ζήτηση για ξένα αγαθά.
Εάν οι επιχειρήσεις εκτός των ΗΠΑ αντιμετωπίσουν πτώση της ζήτησης για τα προϊόντα τους, μπορεί να γίνουν πιο προσεκτικές, σημειώνει ο Ντόνοβαν.
«Θα συνεχίσουν να επενδύουν, θα συνεχίσουν να απασχολούν ανθρώπους;» διερωτάται.
Οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank αναμένουν ότι η ανεργία θα αυξηθεί στην Ε.Ε. και στο Ηνωμένο Βασίλειο τους επόμενους 12-18 μήνες ως αποτέλεσμα των δασμών του Τραμπ.
Οι νέοι φόροι θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τη ζήτηση για ξένα προϊόντα στην Αμερική καθιστώντας τα πιο ακριβά από ισοδύναμα προϊόντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ. Αυτό, φυσικά, είναι αυτό που θέλει ο Τραμπ.
Άλλοι πονοκέφαλοι για τους εξαγωγείς στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν την αβεβαιότητα, τη διακοπή των αλυσίδων εφοδιασμού και την «επαχθή» γραφειοκρατία, σύμφωνα με την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν.
«Όλες οι επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, θα υποφέρουν από την πρώτη μέρα… Το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα αυξηθεί δραστικά», είπε.
Οι καταναλωτές εκτός των ΗΠΑ θα επηρεαστούν κυρίως εάν οι κυβερνήσεις τους συμμετάσχουν σε σύγκρουση με την κυβέρνηση Τραμπ. Ο Τόμας Σάμπσον, καθηγητής οικονομικών στο London School of Economics and Political Science, είπε στο CNNi ότι, χωρίς αντίποινα, ο άμεσος αντίκτυπος των αμερικανικών δασμών στους ευρωπαίους καταναλωτές, για παράδειγμα, θα ήταν σχετικά μικρός.
Αλλά οι υψηλότεροι δασμοί στις εισαγωγές των ΗΠΑ θα ανέβαζαν τις τιμές. Σε αυτή την περίπτωση, «οι ευρωπαίοι καταναλωτές θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες αυξήσεις τιμών που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές των ΗΠΑ», είπε.
Η ηχηρή απάντηση της Κίνας
Την Τετάρτη (2/4), ο Τραμπ ανακοίνωσε βασικό δασμό 10% σε όλες τις εισαγωγές αγαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακόμη υψηλότερους δασμούς σε προϊόντα από περίπου 60 οικονομίες. Οι εμπορικοί εταίροι που επλήγησαν περισσότερο περιλαμβάνουν την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες αντιμετωπίζουν νέους δασμούς 34% και 20% αντίστοιχα.
Μάλιστα η Κίνα έσπευσε να απαντήσει στον Τραμπ με ηχηρό τρόπο. Την Παρασκευή (4/4) έκανε γνωστό ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς 34% σε όλα τα προϊόντα των ΗΠΑ ενώ κατέθεσε και προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).
Οι δασμοί της Κίνας σε βάρος των ΗΠΑ θα τεθούν σε ισχύ από τις 10 Απριλίου μία ημέρα αφότου θα τεθούν σε ισχύ οι δασμοί που ανακοίνωσε ο Τραμπ.
Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ακόμη ότι θα επιβάλει περισσότερους ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, που είναι υλικά που χρησιμοποιούνται σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όπως τσιπ υπολογιστών και μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.
Επιπλέον η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προσθέσει 27 αμερικανικές εταιρείες σε λίστες εταιρειών που υπόκεινται σε εμπορικές κυρώσεις ή ελέγχους εξαγωγών.
Αλλά η Αμερική βλάπτει τον εαυτό της όσο, αν όχι περισσότερο από, άλλες οικονομίες με τους τελευταίους δασμούς της, λένε οι αναλυτές.
Η αντίδραση της Ε.Ε και οι κίνδυνοι
Υπενθυμίζεται ότι η Ε.Ε. απάντησε ήδη στους δασμούς του Τραμπ για το χάλυβα και το αλουμίνιο, που ανακοινώθηκαν νωρίτερα, αποκαλύπτοντας αντίμετρα για εξαγωγές αμερικανικών αγαθών αξίας έως και 26 δισεκατομμυρίων ευρώ συμπεριλαμβανομένων των δασμών σε σκάφη, μπέρμπον και μοτοσικλέτες.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, η Ε.Ε. μπορεί να αναζητήσει άλλες εναλλακτικές. Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας δήλωσε την Παρασκευή (4/4) ότι προσώρας οι Βρυξέλλες δεν εξετάζουν αμοιβαίους δασμούς ως αντίποινα στον Τραμπ καθώς αυτό θα μπορούσε να βλάψει τους ευρωπαίους καταναλωτές. Αντίθετα, τα υπό εξέταση μέτρα στοχεύουν σε μεμονωμένες επιχειρήσεις και όχι σε ολόκληρους τομείς, δήλωσε ο Ερίκ Λομπάρ στη θυγατρική στο, BFMTV.
«Εάν υπάρξουν αντίποινα από τις άλλες χώρες, μπορεί να υπάρξει παρόμοια πίεση στον πληθωρισμό σε άλλες χώρες», δήλωσε στο CNNi ο Αντόνιο Φάτας, καθηγητής οικονομικών στη σχολή επιχειρήσεων INSEAD.
Ωστόσο, οι αναλυτές τονίζουν ότι οι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής επωφελούνται από το απλό γεγονός ότι θα έχουν δασμούς στα αγαθά τους μόνο από μία χώρα – την Αμερική – ενώ οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν αντίποινα στα αγαθά τους από πολλούς από τους μεγάλους εμπορικούς τους εταίρους.
Η Oxford Economics πιστεύει ότι η παγκόσμια οικονομία πιθανότατα θα αποφύγει την ύφεση φέτος. Αλλά η ανάπτυξη θα μπορούσε να πέσει κάτω από το 2%.
«Θα ήταν ο πιο αδύναμος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης από την παγκόσμια οικονομική κρίση, εξαιρουμένης της περιόδου πανδημίας», αναφέρει ο Μπεν Μέι, διευθυντής μακροοικονομικής έρευνας.